ΠΟΛΕΜΟ ΣΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ ΤΗΣ Ε.Ε.
ΑΠΟΧΗ ΑΠΟ ΤΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΗΣ
Στις 25 Μάη η Ε.Ε. διεξάγει εκλογές για την ανάδειξη των πολιτικών εκπροσώπων που θα κληθούν να διαχειριστούν το βιοτικό κατήφορο των λαών της Ευρώπης. Στη δίνη των σαρωτικών κοινωνικών ανακατατάξεων που επέφερε η καπιταλιστική κρίση, σε μια συγκυρία σχεδόν πολεμική, αποκαλυπτική του απροσχημάτιστα πλέον αντεργατικού και αντιλαϊκού χαρακτήρα της Ε.Ε., οι επερχόμενες ευρωεκλογές αποκτούν για το εργατικό-λαϊκό κίνημα μια σημασία κομβική. Μετατρέπονται εκ των πραγμάτων σε βασικό σημείο αναφοράς του, ακόμα κι αν ο θεσμός του Ευρωκοινοβουλίου δεν έχει καμιά ουσιαστική εξουσία στη λήψη των κεντρικών πολιτικών αποφάσεων της Ε.Ε., καθώς το αποτέλεσμά τους θα αποτελέσει ένα ισχυρό πρόκριμα για τη διαμόρφωση του προσεχούς συσχετισμού ισχύος ανάμεσα στις δυνάμεις του κεφαλαίου και της εργασίας. Αρνητικά για τις πρώτες, με την καταδίκη των κομμάτων που έμμεσα ή άμεσα στηρίζουν τον ευρωπαϊκό μονόδρομο, και ευνοϊκά για τις δεύτερες, με τη μαζική συνειδητή αποχή από τις κάλπες ως πράξη απόρριψης μιας διαδικασίας κοινωνικής και πολιτικής νομιμοποίησης της Ε.Ε. και της στρατηγικής της.
Το ξέσπασμα της καπιταλιστικής κρίσης και η ταχύτατη εξάπλωση της στο πυρήνα ενός κεντρικού βάθρου του καπιταλιστικού-ιμπεριαλιστικού συστήματος, της Ε.Ε., μετακίνησε τις τεκτονικές πλάκες της μεταπολεμικής καπιταλιστικής ψευδαίσθησης επί της οποίας αυτή είχε δομηθεί. Η σεισμική δραστηριότητα που την ακολούθησε κατεδάφισε εργατικές και κοινωνικές κατακτήσεις δεκαετιών, γκρέμισε παραδοσιακούς κοινωνικούς συνασπισμούς εξουσίας, προκάλεσε ισχυρές –αλλά ασυνεχείς- κοινωνικές εκρήξεις, έβγαλε στον αφρό φασίστες και νεοναζί και ανάμεσα στα άλλα έπληξε στον πυρήνα του το ιδεολόγημα της «Ευρωπαϊκής Ένωσης της σύγκλισης και της αλληλεγγύης». Δύο μόλις δεκαετίες μετά τις πανηγυρικές εξαγγελίες των απανταχού απολογητών του συστήματος για το «τέλος της ιστορίας», η πρωτοφανής όξυνση της δομικής καπιταλιστικής αντίθεσης, ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής από τη μια, και της ατομικής ιδιοποίησης του αποτελέσματός της από την άλλη, γέννησε μια ακόμα κρίση στην ιστορία του καπιταλισμού, ίσως την πιο βαθιά του, μιας και η τωρινή είναι υποχρεωμένη να σηκώσει το βάρος όλων των αδιεξόδων που συσσώρευσε στο σύστημα η στηριζόμενη σε χρηματιστηριακά παράγωγα ανάπτυξη της προηγούμενης «ένδοξης» περιόδου.
Στο πλαίσιο αυτό, η παταγώδης αποτυχία ενός από τους κατεξοχήν πυλώνες του καπιταλιστικού κόσμου να εκπληρώσει τις πομπώδεις διακηρύξεις του περί ευημερίας και οικονομικής ανάπτυξης των λαών της Ευρώπης ήταν προδιαγεγραμμένη εν τη γενέσει της. Και δεν θα μπορούσε να ήταν διαφορετικά, τόσο γιατί οι καταστατικοί σκοποί της ήταν η ενίσχυση της καπιταλιστικής κερδοφορίας μέσω της ανεμπόδιστης διεύρυνσης της σφαίρας δράσης του κεφαλαίου, όσο και γιατί οι όροι συνένωσης των κυρίαρχων τάξεων των ευρωπαϊκών χωρών ήταν εξ’ αρχής σαθροί και αντιφατικοί. Η απόπειρα συνασπισμού άνισων οικονομικά καπιταλιστικών σχηματισμών, στη βάση των αυστηρών δημοσιονομικών κανόνων που επέβαλλε το Σύμφωνο Σταθερότητας και αργότερα η ΟΝΕ, ενέτεινε τις ανισομετρίες και δημιούργησε εξ αρχής έναν ανισσόροπο συσχετισμό δύναμης που εκ των πραγμάτων αδυνατούσε να επιβεβαιώσει τις προπαγανδιστικές διακηρύξεις για το «ισότιμο και αλληλέγγυο ευρωπαϊκό περιβάλλον». Αυτή η Ε.Ε., της φθηνής και πειθαρχημένης εργασίας και της ανεργίας, της οικονομικής και πολιτικής ανισομετρίας, του ρατσισμού και του κοινωνικού κανιβαλισμού, η Ε.Ε. των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων και της ανοιχτής στήριξης των νεοναζί (Ουκρανία) μας καλεί στις 25 του Μάη να εκλέξουμε το πολιτικό προσωπικό που θα διαχειριστεί ή που μάταια θα παριστάνει ότι πολεμά το καθεστώς οικονομικής και κοινωνικής εξαθλίωσης των λαών της Ευρώπης.
Για την Ελλάδα της τετράχρονης μνημονιακής επιτήρησης η ευρωπαϊκή απαίτηση για το εκλογικό αποτέλεσμα είναι σαφής: πλήρης επικράτηση των πολιτικών δυνάμεων που μπορούν να στηρίξουν χωρίς αναστολές και δισταγμούς τη βασική στρατηγική επιλογή της εγχώριας αστικής τάξης. Την άνευ όρων δηλαδή πρόσδεση και συμπόρευση με την Ε.Ε., την απαρέγκλιτη συνέχιση της «ευρωπαϊκής πορείας της χώρας», αυτής της σύγχρονης «Μεγάλης Ιδέας» της ελληνικής αστικής τάξης και του κράτους της. Σπεύδει λοιπόν η ντόπια και διεθνής αστική τάξη με το σύνολο των μηχανισμών προπαγάνδας και χειραγώγησης που διαθέτει να προσφέρει την ενίσχυση της στην παραπαίουσα ακροδεξιά συγκυβέρνηση (Ν.Δ.- ΠΑΣΟΚ). Επιχειρούν έτσι να αντιμετωπίσουν το κλίμα πολιτικής απαξίωσης των δύο παραδοσιακών κομμάτων εξουσίας και την απειλή που αυτή γεννά για τη προώθηση των οικονομικών και πολιτικών τους σχεδιασμών, επιδιδόμενοι σε μια άνευ προηγουμένου προεκλογική στήριξη τους.
Οι εξαγγελίες για την επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος και εξόδου στις αγορές εξυπηρετούν αυτόν ακριβώς το σκοπό: την αναχαίτιση του αντικυβερνητικού κλίματος και τη δημιουργία ψευδαισθήσεων για την ανάκαμψη της οικονομίας. Η υποτιθέμενη όμως επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος αποτελεί μια ιστορικών διαστάσεων φενάκη, μια ένδοξη στιγμή της δημιουργικής λογιστικής, αφού στηρίζεται στην αυθαίρετη παραδοχή ότι οι τεράστιες ενισχύσεις δημοσίου χρήματος προς τους τραπεζίτες όσο και η πληρωμή των τόκων του επαχθούς δανεισμού δεν αποτελούν δημόσια έξοδα και κατά συνέπεια δεν αυξάνουν το έλλειμμα. Από την άλλη, η πολυδιαφημισμένη έξοδος στις αγορές – ως ένδειξη εμπιστοσύνης στην ελληνική οικονομία πoυ πλέον βάζει τις βάσεις για μια νέα φάση οικονομικής πολιτικής χωρίς την ανάγκη μνημονίων-, επιμελώς αποκρύπτει τους πραγματικούς όρους κάτω από τους οποίους αυτή «κατακτήθηκε». Την κρίσιμη παράμετρο δηλαδή ότι το δάνειο των 3δις ευρώ από τις αγορές (κυρίως αμερικάνικα και ευρωπαϊκά κερδοσκοπικά κεφάλαια) έχει το υψηλότερο επιτόκιο στην Ευρώπη (4,5%) και ότι οι όροι του διέπονται από το ληστρικό για τον οφειλέτη καθεστώς του αγγλικού δικαίου, μαζί βέβαια με το αναμφισβήτητο γεγονός ότι ο λογαριασμός των τόκων και αυτού του δανείου (400 εκατ. επιπλέον ευρώ βρίσκονται ήδη στις πλάτες των εργαζομένων) όπως και των προηγούμενων είναι υπεραρκετός ώστε να απαιτήσει νέα δάνεια, άρα και νέα μνημόνια, για την αποπληρωμή τους.
Πέρα, όμως, από την ανάγκη κατανόησης του μεγέθους της απάτης που στήθηκε σε βάρος των εργατικών-λαϊκών δυνάμεων για τη στήριξη της συγκυβέρνησης, το πραγματικό πολιτικό διακύβευμα για αυτές βρίσκεται σε αυτά που διαφαίνονται πίσω από τους πανηγυρισμούς για τις «επιτυχίες» της ελληνικής οικονομίας. Γιατί στην πραγματικότητα, με την εξαγγελία των επιτυχιών αυτών εγκαινιάζεται ένας νέος, ακόμα πιο ανελέητος γύρος ταξικής επίθεσης, αφού η όποια δυνατότητα της ελληνικής οικονομίας να παρουσιάζει σταθερότητα ή σημάδια ανάκαμψης θα προέρχεται από την εντεινόμενη λεηλασία της εργαζόμενης κοινωνίας και του κοινωνικού και φυσικού πλούτου. Τα πλεονάσματα, τα δάνεια από τις αγορές και η πολυαναμενόμενη ανάπτυξη αποτελούν ουσιαστικά τις συνθηματικές λέξεις που κωδικοποιούν τους νέους ταξικούς συσχετισμούς εκμετάλλευσης. Λιγότεροι μισθοί, λιγότερη περίθαλψη, λιγότερα εργασιακά και κοινωνικά δικαιώματα, περισσότεροι φόροι, περισσότερη καταστολή και περισσότερη εξαθλίωση είναι τα στοιχεία που συνθέτουν το νέο κόσμο που μας περιμένει, τον κόσμο της «ανάπτυξης» μέσα στην καπιταλιστική Ευρώπη.
Σε αυτό το πλαίσιο, η συμμετοχή στις επερχόμενες ευρωεκλογές αποτελεί -αντικειμενικά- νομιμοποίηση του κατεξοχήν θεσμού εξωραϊσμού της αντικοινωνικής φύσης της Ε.Ε. Είναι ενεργητική παραδοχή ότι τα δικά μας αυτόνομα εργατικά-λαϊκά συμφέροντα είμαστε ανίκανοι να τα υπερασπιστούμε με τις δικές μας δυνάμεις. Ότι εν τέλει, είμαστε ανίκανοι να ακολουθήσουμε το μοναδικό μονοπάτι, που όταν οι καταπιεσμένοι όλου του κόσμου διέβησαν, κατάφεραν να κερδίσουν αυτά που σήμερα αρπάζουν πίσω οι δυνάστες μας, αυτό της οργανωμένης ταξικής πάλης. Σήμερα, με το πολιτικό σύστημα να κλυδωνίζεται, τον πάλαι ποτέ κραταιό δικομματισμό να φαντάζει ανάμνηση, και την ανυπαρξία ενός εναλλακτικού κυβερνητικού μπλοκ διάδοχου του υπάρχοντος να εντείνει τη συνθήκη πολιτικής αστάθειας που διανύουμε, διαμορφώνονται οι πλέον δύσκολοι, όσο και ευνοϊκοί όροι για την εμφάνιση στο προσκήνιο ενός αυτόνομου προλεταριακού κινήματος, ικανού να κλονίσει και στη συνέχεια να ανατρέψει το εύθραυστο μέτωπο της αστικής τάξης. Μια τέτοια εξέλιξη αποτελεί δίχως άλλο και το μεγαλύτερο φόβο του αστικού μπλοκ σήμερα· αυτόν που ενισχύει την κατασταλτική και ιδεολογική τρομοκρατία και ανασύρει όλες τις αντεργατικές- αντεπαναστατικές δυνάμεις, με πρώτη τη Χρυσή Αυγή. Είναι ο ίδιος φόβος που πριμοδοτεί τους αυλικούς της αστικής τάξης στη δημιουργία κομμάτων-υβριδίων, όπως το «Ποτάμι», ενώ ταυτόχρονα οδηγεί στην απροκάλυπτη εμπλοκή με την πολιτική των πιο αντιδραστικών τμημάτων της, όπως στην περίπτωση Μώραλη- Μαρινάκη και την εφοπλιστική μαφία που εκπροσωπούν. Σε αυτό το σκηνικό, η καθεστωτική αριστερά, με πρωταγωνιστές τόσο την ηγεσία του ΚΚΕ, της ανέξοδης ταξικής λογοκοπίας και του αναχωρητισμού από την ζωντανή κινηματική δραστηριότητα, όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ, των διαπιστευτηρίων πίστης στην Ε.Ε. και την ΟΝΕ, μένει να παρακολουθεί παθητικά τη μεγαλύτερη μεταπολεμική ταξική επίθεση, αφομοιωμένη και ορκισμένη στις προσόδους του κοινοβουλευτισμού. Ειδικότερα ο ΣΥΡΙΖΑ, όντας δυνάμει κυβερνητική δύναμη, αποτελεί μια απάτη ολκής, όχι μόνο γιατί με τις «δεξιές» στροφές πλέον αναγνωρίζει το σύνολο σχεδόν του δημόσιου χρέους, αλλά κυρίως γιατί ασκεί μια ανιστόρητη- δημαγωγική αντιπολίτευση περί δήθεν δυνατότητας απόσπασης κερδών από το κεφάλαιο εν μέσω κρίσης, μέσα από διαπραγματεύσεις και αμοιβαίους συμβιβασμούς.
Σε αυτήν την κομβική για το εργατικό- λαϊκό κίνημα συγκυρία, η πάλη ενάντια στις επερχόμενες ευρωεκλογές, ως θεσμού νομιμοποίησης της Ε.Ε., οφείλει να καταστεί ένα γόνιμο πεδίο για τη συνάντηση και συλλογικοποίηση των αντιστάσεων και των αγώνων, για την αναζωπύρωση του κοινωνικού-ταξικού πολέμου. Να αποτελέσει για όλους εμάς, τους άνεργους, τους εργάτες, τους αντιστεκόμενους ένα σημείο αναφοράς για την αντίσταση στην ιμπεριαλιστική Ε.Ε. και την συγκυβέρνηση που την εκπροσωπεί. Μια ευκαιρία για τη συλλογική εκδήλωση της άρνησης και της σύγκρουσης με έναν εγκληματικό μηχανισμό που ενσαρκώνει τα συμφέροντα της αστικής τάξης έναντι των δικών μας, ενός μηχανισμού που στο όνομα του καπιταλιστικού κέρδους απαξιώνει τη ζωή μας, μετατρέποντας μας σε σύγχρονους σκλάβους των ντόπιων και διεθνών αφεντικών.
Η δική μας στάση, επομένως, δεν μπορεί να βρίσκεται στην ψήφο, ούτε στην ανάθεση, ούτε σε κάποια ανέξοδη αποχή, αλλά στην καθημερινή, μοριακή πάλη για την πολιτική συγκρότηση των προλεταριακών- λαϊκών δυνάμεων του τόπου, τη μοναδική ιστορικά ικανή δύναμη που μπορεί να βάλει φρένο στην επίθεση του συστήματος, ανοίγοντας παράλληλα το δρόμο για τη συνολική αναμέτρηση μαζί του.
Συνέλευση αναρχικών- κομμουνιστών για την ταξική αντεπίθεση ενάντια στην ΕΕ